παντοθήρια

παντοθήρια
τα
(παλαιοντ.) τάξη απολιθωμένων θηλαστικών που ανήκουν στην υφομοταξία θηρία και τα οποία έζησαν από το μέσο ιουρασικό ώς το κατώτερο κρητιδικό στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”